- θεοκάπηλος
- -η -ο (AM θεοκάπηλος, -ον)αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται το όνομα τού θεού ή τα θεία, αποκομίζοντας με άνομο τρόπο προσωπικά κέρδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + κάπηλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
богокърчьмьникъ — БОГОКЪРЧЬМЬНИК|Ъ (4), А с. 1.Торгующий в церкви: и оуча въ цр҃кви. б҃окорчемники изгонѩ. каменье ||=на нь [Иисуса Христа] врещи хотѩща. ГБ XIV, 50а б. 2. Перен. Торгующий словом божиим, искажающий учение Христа: и ты изжени б҃окорчемники. а реку… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοκαπηλία — η 1. η χρηματική εκμετάλλευση των θείων, η καπηλεία τού ονόματος τού θεού 2. η χειροτονία κληρικών με δωροδοκία, η σιμωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοκάπηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
ԱՍՏՈՒԱԾԱՎԱՃԱՌ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0329 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 9c, 12c, 13c ա. Վաճառօղ զԱստուած, մակդիր յուդայի. venddditor dei իբր θεοπράτης եւ Սեղանակապուտ. սիմոնական. θεοκάπηλος sacrilegus nundinator, simoniacus *Յուդա աստուածավաճառ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ИСИДОР ПЕЛУСИОТ — [греч. ᾿Ισίδωρος ὁ Πηλουσιώτης] (между 350 и 360 между 435 и 440), прп. (пам. 4 февр.), экзегет и богослов, автор писем экзегетического и нравоучительного содержания. Жизнь Прп. Исидор Пелусиот. Фрагмент минейной иконы. Нач. XVII в. (ЦАК МДА) Прп … Православная энциклопедия